αγκαθάκι

αγκαθάκι
το
μικρό αγκάθι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγκαθάκι — το μικρό αγκάθι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάνθιο — το (Α ἀκάνθιον) [ἄκανθα] μικρή άκανθα, αγκαθάκι αρχ. είδος άκανθας* γαϊδουράγκαθο …   Dictionary of Greek

  • ακάνιον — ἀκάνιον, το (Α) [ἄκανος] μικρός άκανος*, αγκαθάκι …   Dictionary of Greek

  • ακανθίδιο — το αγκαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. άκανθα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”